- ασυγκάλεστος
- η , ο [ος , ον ] см. ασύγκλητος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασύγκλητος — η, ο [συγκαλώ] αυτός που δεν έχει συγκληθεί σε σύσκεψη, σε συνεδρία ή σύνοδο, ασυγκάλεστος … Dictionary of Greek